- εγγελώ
- ἐγγελῶ (-άω) (Α)εμπαίζω, κοροϊδεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγγελῶ — ἐγγελάω laugh at pres imperat mp 2nd sg ἐγγελάω laugh at pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐγγελάω laugh at pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐγγελάω laugh at pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐγγελάω laugh at pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
επεγγελώ — ἐπεγγελῶ, άω (AM) γελώ για κάτι, κοροϊδεύω, περιπαίζω, εμπαίζω («τοῑς ἐχθροῑσί τοι φιλοῡσι πάντες κειμένοις ἐπαγγελᾱν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγγελώ «εμπαίζω»] … Dictionary of Greek